- καταμετρεῖται
- καταμετρέωmeasure outpres ind mp 3rd sg (attic epic)καταμετρέωmeasure outpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οσμόμετρο — (I) το όργανο με το οποίο καταμετρείται η οξύτητα τής οσφρήσεως, οσμοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οσμή + μέτρο]. (II) το βλ. ωσμόμετρο … Dictionary of Greek